- σκευοπώλης
- σκευοπώλης, ου, ὁ,A one who sells σκεύη, Critias 70 D., PLond.3.1177.101 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευοπώλης — ὁ, Α πωλητής σκευών, επιπλοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + πώλης*] … Dictionary of Greek
σκευοπῶλαι — σκευοπώλης one who sells masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek